υπεροικος

υπεροικος
    ὑπέροικος
    ὑπέρ-οικος
    2
    живущий по ту сторону
    

(τῆς χώρης Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεροικος" в других словарях:

  • υπέροικος — ον, Α αυτός που κατοικεί πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος, μέτ οικος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑπεροίκων — ὑπέροικος dwelling above masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»